7/11/2007
Ο Γατοπόδαρος (1963) - IL GATTOPARDO
Σκηνοθεσία: Λούκινο Βισκόντι
Σενάριο: Σούσο Σέσι Ντ' Αμίκο, διασκευή κλασικού μυθιστορήματος του Τζιουζέπε Ντι Λαμπεντούζα
Ηθοποιοί: Μπάρτ Λάνκαστερ, Αλέν Ντελόν, Κλαούντια Καρντινάλε, Ρίνα Μορέλι, Πάολο Στόπα
Χώρα: Ιταλία - Γαλλία (Έγχρωμη)
Διάρκεια: 187΄
Βραβεία:
- Χρυσός Φοίνικας Φεστιβάλ Καννών 1963
- Βραβείο Ντονατέλλο 1963 Καλύτερης Ταινίας
- Υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, 1964
- Υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερων Κουστουμιών, Πιέρο Τόσι, σχεδιαστής, 1964
- Υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Ηθοποιού, Αλαίν Ντελόν, 1964
- Βραβείο Ένωσης Ιταλών Κριτικών Για:
- Διεύθυνση Φωτογραφίας στον Γκιουζέπε Ροτούρνο
- Σχεδιασμού Κουστουμιών στον Πιέρο Τόσι
- Καλύτερης Παραγωγής στον Γκοφρέντο Λαμπάρντο
Πρώτη προβολή: Ώρα 7.00 μ.μ.
Δεύτερη προβολή: Ώρα 10.30 μ.μ.
Η "Λεοπάρδαλις" είναι μια εξαίσια ταινία, με τον αριστοκράτη Βισκόντι να διαλογίζεται πάνω στην Ιστορία με μαρξιστικές ιδέες, διεισδύοντας με οξυδέρκεια και κριτικό μάτι στην ιστορία της Ιταλίας, της εποχής του Γαριβάλδη και των συνεχών επαναστάσεων, συνδυάζοντας με μαεστρία τα προσωπικά με τα κοινωνικά θέματα.
Χωρίς αμφιβολία, είναι ένα κορυφαίο φιλμ, που κατατάσσει τον Βισκόντι ανάμεσα στους πιο μεγάλους δημιουργούς.
Η τέλεια διδασκαλία των ηθοποιών, επιτρέπει στην Κλαούντια Καρντινάλε και στον Αλέν Ντελόν να αποδώσουν με ακρίβεια το ρόλο τους, ενώ για τον Μπαρτ Λάνκαστερ, έχουν ειπωθεί τα πάντα!
Τοιχογραφία ενός κόσμου που εξαφανίζεται για να δώσει τη θέση του σε μια άλλη, αδηφάγο τάξη (τηv αστική), η μεγάλης διάρκειας, επικών διαστάσεων, αυτή ταινία του Λουκίνο Βισκόντι (1906-1976) είναι διασκευή ενός κλασικού μυθιστορήματος του Τζιουζέπε ντι Λαμπεντούζα.
Βασικός πρωταγωνιστής είναι ο ηλικιωμένος Σικελός πρίγκιπας Ντον Φαμπρίζιο Σαλίνα (Λάνκαστερ, που όπως παραδέχτηκε αργότερα βάσισε το χαρακτήρα του σ' εκείνο του Βισκόντι), γνωστός με το παραισούκλι «Λεοπάρδαλις». Ο Σαλίνα αγωνίζεται να επιβιώσει στην ιταλική κοινωνία της δεκαετίας του 1860, μια κοινωνία που διαρκώς μεταβάλλεται. Σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει τηv άνετη ζωή του, αλλά και τη διαιώνιση της τάξης του, κανονίζει να παντρέψει τον ανιψιό του Τανκρέντι (Ντελόν) με τηv Αντζελα (Καρντινάλε), κόρη ενός πλούσιου εμπόρου.
Εξαίσια, με μεγαλοπρέπεια, ανασύνθεση της εποχής, ταινία, με τον με μαρξιστικές ιδέες αριστοκράτη Βισκόντι να διαλογίζεται πάνω στηv Ιστορία, διεισδύοντας με oξυδέρκεια και κριτικό μάτι στις κοινωνικές και άλλες αλλαγές μιας μεταβατικής περιόδου στην ιστορία της Ιταλίας (εκείνης του Γαριβάλδη και των συνεχών επαναστάσεων, εποχή με την οποία είχε καταπιαστεί με το εξίσου εξαιρετικό Senso του), συνδυάζοντας με μαεστρία τα προσωπικά με τα κοινωνικά θέματα.
Ο Βιοκόντι χρησιμοποίησε τον αρκετά μεγάλο προϋπολογιομό που του πρόσφερε η Φοξ, η αμερικανική παραγωγός εταιρεία (που στη συνέχεια πετσόκοψε και ξαναμόνταρε την ταινία σε μια μικρότερης διάρκειας κόπια, μέχρι το 1983 που τελικά αποκαταστάθηκε η πρωτότυπη, θαυμάσια σε επικό εύρος και χρώματα βερσιόν της), για να στήσει με λαμπρότητα και αυθεντικότητα μίαν ολόκληρη εποχή, κινώντας με άνεση τηv κάμερά του στα μεγαλοπρεπή ντεκόρ του, χρησιμοποιώντας τη σινεμασκοπική οθόνη, τα χρώματα και τους φωτισμούς για να τονίσει ψυχολογικές και άλλες καταστάσεις και να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα της φθοράς, με τη βοήθεια της πράγματι έξοχnς φωτογραφίας του Τζιουζέπε Ροτούνο. Πραγματικός άθλος στην όλη ταινία, η εκπληκτική, στημένη με ιδιοφυή έμπνευση, σκηνή του χορού, διάρκειας μίας σχεδόν ώρας (δηλαδή το ένα τρίτο της ταινίας), που δίνει τη σκυτάλη από μια φθίνουσα αριστοκρατία σε μια ανερχόμενη αστική τάξη, είναι μια από τις πιο αριστουργηματικές, αντάξιες ανθολογίας σκηνές που έδωσε ο παγκόσμιος κινηματογράφος - σ' αυτήν ο νεαρός, πρώην επαναστάτης, πρίγκιπας Τανκρέντι παραδίνεται ψυχή τε και σώματι στην αγκαλιά της όμορφης, αλλά ακαλλιέργητης Αντζελα, καθώς και στην ακαταμάχητη έλξη της πλούσιας αστικής τάξης της, ενώ ο ηλικιωμένος πρίγκιπας Σαλίνα, ανακαλώντας τόσο το παρελθόν του όσο κι εκείνο της τάξης του αλλά και προσβλέποντας στο χωρίς διέξοδο μέλλον και των δυο τους, αποφασίζει τελικά ν' αποσυρθεί στη μοναξιά του.
Με ένα διαυγές στις αναλύσεις του, σφυχτοδεμένο και με αδρά σκιτσαρισμένους xαρακτήρες σενάριο, με τέλειες ερμηνείες, μέχρι και εκείνη του τελευταίου κομπάρσου, ο Βισκόντι έφτιαξε μίαν από τις πιο ώριμες ταινίες του. Ο Μπαρτ Λάνκαστερ, που πολλοί πίστευαν όπ δεν θα κατάφερνε να ξωντανέψει πειστικά το Σικελό πρίγκιπα, κατάφερε, χάρη στην εξαιρετική ευαισθησία του, αλλά και την άφταστη επαγγελματικότητά του να δώσει μίαν από τις καλύτερες και πιο πειστικές ερμηνείες της καριέρας του. Ερμηνείες δυνατές έδωσαν και δύο νεότεροι ηθοποιοί: ο Αλέν Ντελόν και η Κλαούντια Καρντινάλε. Ενώ η δύναμη και η ομορφιά της ταινίας της εξασφάλισαν το Χρυσό Φοίνικα καλύτερης ταινίας του Φεστιβάλ των Κανών.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 12/8/00
ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
Διαλέγοντας να μεταφέρει στην οθόνη το μυθιστόρημα G.T. de Lampedusa, ο Βισκόντι ανανεώνει το διάλογο με την Ιστορία και την Αναγέννηση, που είχε αρχίσει στο "Σένσο".
Στο "Γατοπόδαρο" αναβιώνει η Σικελία των Βουρβόνων του 1860. Το ιστορικό πλαίσιο περιορίζεται στην άλωση του Παλέρμο από τα στρατεύματα του Γαριβάλδη και στην επέλαση των "ελευθερωτών" ως την επομένη της μάχης του Ασπρομόντε το 1862.
Κι εδώ για μια ακόμη φορά υπάρχει σαφής έκθεση των ιστορικο-πολιτικών δεδομένων, που μόλις σκιαγραφούνται μέσα στο βιβλίο. Στην αρκετά αναχρονιστική άποψη του συγγραφέα αντιπαρατίθεται ένα λεπτομερέστατο σχεδίασμα της ανατροπής της κοινωνικής διάρθωσης που δείχνει τη νικημένη αριστοκρατία να παραχωρεί τη θέση της σε μια μεγαλόφωνη αστική τάξη που ενσαρκώνει ο Δον Καλόγερο απέναντι στον πρίγκηπα Σαλίνα, τους έρωτες του ευγενούς Τανγκρέτ και της μη ευγενούς Αντζέλικα που επικυρώνουν αυτή την οδυνηρή κοινωνική μεταβολή. Περισσότερο από ποτέ η επιμέλεια (εμμονή; ) για αυθεντικότητα αποκρυσταλλώνεται στα ντεκόρ: εκκλησίες μπαρόκ, ροκοκό παλάτια με ατελείωτους δαιδαλώδεις διαδρόμους, πίνακες, κοσμήματα μαρτυρούν πέρα από την "αισθητική του παλαιοπώλη" για την οποία σαρκάζουν λίγο εύκολα τα μεγάλα πνεύματα, μια θέληση να επέμβουν στην αφήγηση με τη λογική ότι της είναι στενά οικεία. Στην καρδιά αυτής της ρεαλιστικότητας υψώνεται, εν τούτοις μια φωνή που διαπερνάει με τις διακυμάνσεις της την επιφάνεια του ιστορικού δράματος. Στις αργές ελικοειδείς κινήσεις της μηχανής που σφίγγονται όλο και περισσότερο γύρω απ' το πρόσωπο του Πρίγκηπα, είναι αδύνατον να μην αναγνωρίσει κανείς τη γερασμένη αριστοκρατία που είναι ο Λουκίνο Βισκόντι, ο κόμης του Μοντρόνε.
ΛΟΥΚΙΝΟ ΒΙΣΚΟΝΤΙ
Γεννήθηκε στο Μιλάνο στι 2 Νοεμβρίου 1906 και πέθανε το 1976. Γιος αριστοκρατών, σπούδασε φιλοσοφία, προτού απορροφηθεί από την αγάπη του για το θέατρο και το σινεμά. Έγινε βοηθός του Ρενουάρ και του Καρνέ, ενώ το 1942 με το Οσσεσιόνε δίνει το πρώτο αριστούργημα του νεορεαλισμού πριν την εμφάνιση αυτού του ρεύματος. Αν και το μετέπειτα έργο του θεωρείται πιο εστέτ και παρακμιακό, μ’ επιρροές από την όπερα, το βερισμό, το ρομαντισμό ή το Φρόυντ, ο Βισκόντι δε θα ξεχάσει ποτέ τις ρεαλιστικές ρίζες των πρώτων του έργων, θα μείνει αξέχαστος όμως στην ιστορία του κινηματογράφου, για τον τρόπο που αποθεώνει το θέμα της παρακμής: οι ήρωές του, έκπτωτοι αριστοκράτες, τρελοί βασιλιάδες, μεγαλοαστοί σε αποσύνθεση, καλλιτέχνες στο τέλος της καριέρας τους, κατοικούν σ’ έναν κόσμο ανυπέρβλητης ομορφιάς, αλλά άρρωστου από μέσα, που η κριτική ματιά του Βισκόντι αποτυπώνει στο λυκόφως του.
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Οσσεσιόνε (1942), Μέρες δόξας (1945), Η γη τρέμει (1948), Μπελίσιμα (1951), σκετς στο Εμείς οι γυναίκες (1953), Σένσο (1954), Λευκές νύχτες (1957), Ο Ρόκκο και τ’ αδέλφια του (1960), σκετς στο Βοκάκιος 70, Ο Γατόπαρδος (ε.τ. Η Λεοπάρδαλις της Σικελίας 1963). Τα μακρινά αστέρια της Άρκτου (1965), σκετς στις Μάγισσες, Ο ξένος (1967), Οι καταραμένοι (1969), Ο θάνατος στη Βενετία (1971), Λούντβιχ, το λυκόφως των θεών (1973), Η γοητεία της αμαρτίας (1974), Ο αθώος (1976).