επιστροφή
ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ
LOS OLVIDADOS


Σκηνοθεσία: Λουίς Μπουνουέλ
Σενάριο: Λουίς Μπουνουέλ, Λουίς Αλκορίζα
Ηθοποιοί: Εστέλα Ίντα, Αλφόνσο Μέγια, Ρομπέρτο Κόμπο, Ζεζούς Ναβάρο, Μιχουέλ Ινκλάν
Χώρα: Μεξικό (Ασπρόμαυρη)
Διάρκεια: 80΄

Βραβεία: Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών 1951

Πρώτη προβολή: Ώρα 8.30 μ.μ.
Δεύτερη προβολή: Ώρα 10.30 μ.μ.

Ο Χάιμπο, δραπέτης του αναμορφωτηρίου, ηγείται, μαζί με το φίλο του Πέδρο, μιας συμμορίας ανηλίκων σε φτωχογειτονιά της Πόλης του Μεξικού. Δεν διστάζει να φτάσει μέχρι το έγκλημα, ενώ γίνεται εραστής της μητέρας του Πέδρο, η οποία με τη σειρά της παραδίδει το παιδί της στις αρχές για να το ξεφορτωθεί.

Σε επανέκδοση και με κόπια restoration που προέκυψε από ειδική επεξεργασία, το πρώτο αριστούργημα της λεγόμενης μεξικάνικης περιόδου του Μπουνουέλ. Πάντρεμα του νεορεαλισμού με το σουρεαλισμό σε ένα σινεμά της ωμότητας που σοκάρει ακόμα και σήμερα.

Η τραγωδία των εγκαταλελειμμένων, ορφανών παιδιών στις φτωχοσυνοικίες μιας μεγαλούπολης, σε μια συγκλονιστική, σκληρή (όπου κυριαρχεί η ποίηση της ωμότητας) - αληθινή "γροθιά στο στομάχι" - ταινία, που προβάλλεται σε επανέκδοση.

Αυτοεξόριστος από την Ισπανία του Φράνκο, ο Μπουνουέλ εγκαθίσταται το 1946 στο Μεξικό, όπου ξεκινά μια κανονική σκηνοθετική καριέρα, γυρίζοντας αρχικά ταινίες της ντόπιας εμπορικής παραγωγής, ώσπου να δρέψει τις δάφνες της διεθνούς κριτικής με το "Λος Ολβιδάδος" που αποτέλεσε μέγα γεγονός και σκάνδαλο στο Φεστιβάλ Καννών 1951.
Με πρόσχημα μια κοινωνική θεματολογία (τα φτωχά και μισο-εγκαταλελειμμένα παιδιά στην Πόλη του Μεξικού), η ταινία αποτελεί την απάντηση ενός σουρεαλιστή στο νεορεαλισμό, με την απεικόνιση μιας αδυσώπητα ρεαλιστικής πραγματικότητας όπου η βία και η ωμότητα αντικαθιστούν τον ουμανισμό, η αθωότητα είναι άγνωστη έννοια ακόμα και στους πιο μικρής ηλικίας ήρωες, στο τέλος της μυθοπλασίας δεν υπάρχει κάποια πορεία προς το έλεος και τον  εξαγνισμό (ένα εναλλακτικό φινάλε τέτοιου περιεχομένου ευτυχώς δεν χρησιμοποιήθηκε) κι αν υπάρχει "ομορφιά", αυτή αναδύεται μέσα από το αποτρόπαιο. Το "Ξεχασμένοι από την κοινωνία", όπως ήταν ο αρχικός ελληνικός τίτλος, γυρίστηκε εν μέσω παραιτήσεων μελών του συνεργείου και βίαιων αντιδράσεων από το μεξικανικό Τύπο, εξαιτίας της αρνητικής απεικόνισης των φτωχογειτονιών του Μεξικού αλλά και της καθόλου κολακευτικής εικόνας του συμβόλου της Μεξικάνας μητέρας. Ευτυχώς όμως αγκαλιάστηκε από κάποιους διανοούμενους (Οκτάβιο Παζ, Χούλιο Κορταζάρ), τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες και καθιέρωσε οριστικά  και αμετάκλητα το όνομα του Μπουνουέλ στο διεθνές στερέωμα.
ΜΠ. ΑΚΤΣΟΓΛΟΥ
ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ

Η πρώτη μεγάλη ταινία του διάσημου σουρεαλιστή Ισπανού σκηνοθέτη Λουίς Μπουνουέλ, που προβάλλεται σε επανέκδοση και με νέες κόπιες, γυρίστηκε 20 χρόνια μετά την επίμαχη, αριστουργηματική "Χρυσή εποχή", στο Μεξικό, όπου για ένα διάστημα είχε εγκατασταθεί ο σκηνοθέτης. Θέμα της, τα "ξεχασμένα", εγκαταλελειμμένα παιδιά των δρόμων που αναγκάζονται να στραφούν στην κλοπή και το έγκλημα για να επιβιώσουν. Ο Μπουνουέλ εστιάζει το ενδιαφέρον του στις σχέσεις ανάμεσα σε δύο από τα παιδιά αυτά, μεγαλωμένα στις φτωχοσυνοικίες της Πόλης του Μεξικού: τον σχετικά αθώο Πέδρο και τον μεγαλύτερό του, σκληρό και έμπειρο, με μια δόση κυνισμού, Χάιμπο, που έχοντας αποφυλακιστεί, αναλαμβάνει την αρχηγία της συμορίας των παιδιών και κυνηγά τον Πέδρο προκαλώντας τελικά τον θάνατό του.
Ο Μπουνουέλ εκμεταλλεύεται τα στοιχεία του εμπορικού μελοδράματος για να φτιάξει μια συγκλονιστική, σκληρή, χωρίς υποχωρήσεις σε συναισθηματισμούς, αριστουργηματική ταινία, όπου τα όνειρα, οι παραισθήσεις και η (συχνά καταπιεσμένη) σεξουαλικότητα παίζουν τον ίδιο σημαντικό ρόλο με την ανυποχώρητη κριτική ματιά του πάνω στην κοινωνία. Για τον Μπουνουέλ η τραγωδία των παιδιών είναι ένα μέσο για να καταγγείλει μια κοινωνική κατάσταση που στηρίζεται στη φιλανθρωπία και στον οίκτο και που όχι μόνο δεν περιορίζει την εγκληματικότητα των ανηλίκων, αλλά την καλλιεργεί και την αναπτύσσει.
Συνδυάζοντας έναν ωμό ρεαλισμό, που ξεπερνά την επιφάνεια την οποία συναντάμε συχνά στον ιταλικό νεορεαλισμό της ίδιας περιόδου, με μια ανατρεπτική, σουρεαλιστική, μαζί και ποιητική ματιά, ο σκηνοθέτης της "Βιριδιάνα" και της "Τριστάνα" παρουσιάζει τα διάφορα πρόσωπα αντικειμενικά, με λεπτή συχνά ειρωνεία, βάζοντας το "νυστέρι" του κάτω από την επιφάνεια, αποκαλύπτοντάς μας μια άλλη,  πιο αληθινή πλευρά του εαυτού μας αλλά και του κόσμου μας. Έτσι ώστε τόσο ο Χάιμπο και ο Πέδρο με την οποιαδήποτε, έστω και λανθασμένη, αντίδρασή τους ενάντια στην κοινωνία που τους δημιούργησε, όσο και ο σακάτης ζητιάνος που στηρίζεται στον οίκτο για να κερδίσει τη συμπάθειά μας (για να αποκαλυφθεί το ίδιο αδυσώπητος με τον Χάιμπο), αλλά και ο φιλελεύθερων απόψεων διευθυντής του σωφρονιστηρίου, με την αναποτελεσματική τελική εμπιστοσύνη που θέλει κάποια στιγμή να δείξει προς τον Πέδρο, να είναι με γνώση και πειστικά τοποθετημένοι σ' ένα απάνθρωπο σύστημα, που δημιουργεί ζούγκλες σαν κι αυτή στην οποία ζουν τα εγκαταλελειμμένα παιδιά και που μόνο μια εκ θεμελίων ανατροπή του (άρα με επανάσταση) μπορεί να αλλάξει προς έναν πιο ανθρώπινο και δίκαιο κόσμο. Μια ταινία στην οποία κυριαρχεί η "ποίηση της ωμότητας", αληθινή "γροθιά στο στομάχι", από έναν σκηνοθέτη που παρέμεινε ως το τέλος πιστός στις απόψεις του, μια ταινία που βλέπεται και ξαναβλέπεται με την ίδια πάντα απολαυση.
Ν.Φ. ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 27/4/06

Κλέβουν, ξεγελούν, προβοκάρουν, ακόμη και φονεύουν τα δύο χαμίνια που έβαλε ο Μπουνουέλ, εν έτει 1950, να περιπλανώνται στις εξαθλιωμένες συνοικίες της Πόλης του Μεξικού.
Γύρω τους, τα "θύματα", οι φτωχοί και οι πεινασμένοι, οι ζητιάνοι και οι αναξιοπαθούντες, δεν είναι ακριβώς αυτοί που μας περιγράφουν τα μυθιστορήματα του ρομαντισμού, ούτε και εκείνοι που συνήθιζε έως τότε να παρουσιάζει το σινεμά στο φιλοθεάμον κοινό: έχουν ο καθένας τη δική του σκοτεινή πλευρά (ένας τυφλός ζητιάνος μπορεί να είναι παιδόφιλος), την οποία εξωτερικεύει και εκμεταλλεύεται ανάλογα με τις κοινωνικές περιστάσεις.
Νεορεαλισμός, λοιπόν, αλλά στη  βάση μιας υπαρξιστικής ματιάς στα πράγματα, έξω από κάθε ηθικό κατηγόρημα και με βαθύτατη αίσθηση της  διαλεκτικής.
Η πρώτη καθαρή μυθοπλασική (μετά τα σουρεαλιστικά του έργα του '30, και δυο μάλλον συμβατικά λαϊκά μελοδράματα στο Μεξικό) επίθεση του Μπουνουέλ στην πάσης μορφής υποκρισία ήταν λογικό να αφήσει με ανοιχτό το στόμα το κοινό της εποχής, μαζί κι εκείνο, το "σπουδαγμένο", του Φεστιβάλ Κανών, που του έδωσε το βραβείο Σκηνοθεσίας.
Αξίζει να ανακαλύψετε τούτο το πάντα επίκαιρο κινηματογραφικό κόσμημα τώρα που προβάλλεται πλήρως ανακαινισμένο.
Ρ. ΕΚΣΙΕΛ
ΕΘΝΟΣ 27/4/2006

ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΥΝΟΥΕΛ

Γεννήθηκε στην Καλάντα της Αραγωνίας στις 22 Φεβρουαρίου 1900 και πέθανε στο Μεξικό το 1983. Γόνος πλούσιας οικογένειας σπούδασε στο κολλέγιο Ιησουϊτών και αργότερα φιλοσοφία και λογοτεχνία στη Μαδρίτη, όπου γνωρίστηκε με τους Νταλί και Λόρκα. Το 1924 πηγαίνει στο Παρίσι, μπαίνει στον κύκλο των σουρεαλιστών και γίνεται βοηθός του Ζαν Επστάιν χω-
ρίς να έχει ιδιαίτερες κινηματογραφικές γνώσεις. Σε συνεργασία με τον Νταλί γυρνά τις δύο πρώτες αυθεντικά σουρεαλιστικές ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου: "'Ενας Ανδαλουσιανός
σκύλος" (1928) και "Η χρυσή εποχή" (1930), που απαγορεύεται. Επιστρέφει στην Ισπανία όπου γυρνά το σκληρό ντοκυμανταίρ "Γη χωρίς ψωμί" (1932) που επίσης απαγορεύεται. Δουλεύει στη
συνέχεια σαν τεχνικός εργαστηρίου και διευθυντής παραγωγής, ενώ το τέλος του ισπανικού εμφύλιου πολέμου τον βρίσκει στην Αμερική. Το Χόλυγουντ δεν μπορεί ν ' αξιοποιήσει το ταλέντο του και ο Μπουνιουέλ πηγαίνει στο Μεξικό, όπου ξεκινά μια δεύτερη κινηματογραφική καριέρα, υπογράφοντας αρχικά ταινίες του εμπορικού κυκλώματος: "Γκραν Καζίνο" (1947), "Ο μεγάλος θεραπευτής" (1949). Με το "Λος Ολβιντάντος" (1950), που βραβεύεται στις Κάννες, ο σκληρός ρεαλισμός συναντιέται με την σουρεαλιστική ατμόσφαιρα κι επιτρέπει στον Μπουνιου-
έλ να συνεχίσει με πιο προσωπικά έργα: "Σουζάνα η διεφθαρμένη" (1950), "Η κόρη της απάτης", "Το ανέβασμα στον ουρανό", "Μια γυναίκα χωρίς αγάπη" (1951), "Το κτήνος", "Ροβινσών Κρούσος" (1952), "Ανεμοδαρμένα Ύψη", "Η αυταπάτη ταξιδεύει με τραμ" (1953), "Ο ποταμός και ο θάνατος" (1954), και "Η εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε λα Κρουζ" (1955).
Η επιτυχία της τελευταίας αυτής ταινίας επιτρέπει στον Μπουνιουέλ το γύρισμα ορισμένων συμπαραγωγών με τη Γαλλία. "Αυτό λέγεται αυγή", "Ο θάνατος σ ' αυτόν τον κήπο" (1956), "Ο πυρετός ανεβαίνει στο Ελ Πάο" (1959), ή τις Η.Π.Α.,  "Το κορίτσι" (1960). Ενδιάμεσα όμως γυρίζει το "Ναζαρέν" (1959) που ο αντικληρικός τόνος του προετοιμάζει το έδαφος για την αριστουργηματική "Βιριδιάνα" (1961), πρώτη ταινία στην Ισπανία από το 1932. Από δω και πέρα ο Μπουνιουέλ θα εργαστεί κυρίως στη Γαλλία, όπου σε συνεργασία με τον Ζαν Κλωντ Καριέρ θα δώσει τα πιο ώριμα έργα του.
Βλάσφημος, άθεος, αντι-κληρικός, καυτηρίασε τη «διακριτική χάρη» και υποκρισία της αστικής τάξης και μίλησε μ' ένα προσωπικό τρόπο για τα φαντάσματα του έρωτα, του νόμου και του απαγορευμένου. Στα τελευταία έργα του επέστρεψε και πάλι στη σουρεαλιστική ελευθερία της "Χρυσής εποχής" και παρά τα βαθιά γεράματά του παρέμεινε ένας από τους πιο μοντέρνους και σημαντικούς σκηνοθέτους στην ιστορία του κινηματογράφου.
Η υπόλοιπη φιλμογραφία του κλείνει με τις ταινίες:
"Ο εξολοθρευτής άγγελος" (1962), "Το ημερολόγιο μιας καμαριέρας" (1964), "Ο Σίμων της ερήμου" (1965), "Η ωραία της ημέρας" (1967), "Ο γαλαξίας" (1969), "Τριστάνα" (1970), "Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας" (1972), "Το φάντασμα της ελευθερίας" (1974), "Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου" (1977).