ΝΑΖΑΡΕΝ
NAZARIN
Σκηνοθεσία: Λουίς Μπουνουέλ
Σενάριο: Λουίς Μπουνιουέλ, Χούλιο Αλεχάντρο
Ηθοποιοί: Φρανσίσκο Ραμπάλ, Μάργκα Λοπέζ, Ρίτα Μασέντο, Ιγκνάθιο Λοπέζ
Φωτογραφία: Γκαμπριέλ Φιγκερόα
Χώρα: Μεξικό (Ασπρόμαυρη)
Διάρκεια: 94΄
Βραβεία:
- Ειδικό Βραβείο Επιτροπής Φεστιβάλ
- Καννών 1959
- Βραβείο Αντρέ Μπαζέν στο Φεστιβάλ
- Ακαπούλκο 1959
ΝΑΖΑΡΕΝ
Πρώτη προβολή: Ώρα 8.30 μ.μ.
ΤΡΙΣΤΑΝΑ
Δεύτερη προβολή: Ώρα 10.30 μ.μ.
Ένας απλός παπάς αποφασίζει να μιμηθεί τη ζωή του Ιησού σε ένα ανεπανάληπτο από τα πιο “βλάσφημα” αριστουργήματα, του μεγάλου ισπανού σκηνοθέτη Λουίς Μπουνουέλ.
Γυρισμένη στο Μεξικό το 1958, η ταινία αυτή του Λουίς Μπουνουέλ έχει για ήρωα τον πάτερ Ναζάριο (Φρανσίσκο Ραμπάλ), έναν καθολικό παπά, άνθρωπο κατά βάθος αγνό, που πιστεύει στο θεό και που θέλει να ζήσει όπως ακριβώς ο Χριστός. Θα εγκαταλείψει την εκκλησία του, γεγονός που τον φέρνει σε σύγκρουση με τους εκπροσώπους της, και θα αρχίσει να ζει ανάμεσα στους φτωχούς, τις πόρνες, τους κλέφτες και τους ζητιάνους κάνοντας και δεχόμενος ελεημοσύνη.
Σταδιακά, ο Ναζάριο θ’ ανακαλύψει πως η λύση δεν είναι η ελεημοσύνη αλλά η αλληλεγγύη με τους άλλους, θα πάψει να πιστεύει σ’ έναν θεό “ελεήμονα” και θα πιστέψει στους ανθρώπους, εξ ου και η “βλασφημία” του, που μερικοί την παρεξήγησαν για πίστη στο θεό -παρ’ ολίγο μάλιστα, στο Φεστιβάλ των Κανών του 1959, όπου η ταινία κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα, να πάρει και το βραβείο των Καθολικών, που την τελευταία όμως στιγμή κατάλαβαν το λάθος τους. Σε μία μάλιστα από τις καλύτερες και πιο βλάσφημες σκηνές της ταινίας, μια ετοιμοθάνατη γυναίκα την οποία ο Ναζάριο προσπαθεί να κάνει να μετανοήσει, προσφέροντάς της συγχώρεση, εκείνη του απαντά: “Όχι τους ουρανούς πάτερ μου, τον Χουάν”, εννοώντας ότι το τελευταίο που θέλει πριν πεθάνει είναι να αντικρίσει τον αγαπημένο της.
Ο Ναζάριο είναι πρόσωπο συγγενικό με την ηρωίδα της “Βιριδιάνα”, άνθρωπος ιδεαλιστής που οι πράξεις του τελικά προκαλούν τη βία και το κακό μάλλον παρά το καλό. Ο Μπουνουέλ αφηγείται με χιούμορ (κάπου κάπου σουρεαλιστικό) την οδύσσεια του ήρωά του, καυτηριάζοντας την υποκρισία της Εκκλησίας και θέτοντας διάφορα καίρια ερωτήματα γύρω από τις διάφορες κοινωνικές και άλλες αξίες. Οι εκπληκτικής ομορφιάς μαυρόασπρες εικόνες του (η φωτογραφία είναι του μεγάλου κάμεραμαν Μιγκουέλ Φιγκερόα) συχνά μοιάζουν να βγήκαν από πίνακες του Γκόγια, με τους κλέφτες, τους νάνους, τους ζητιάνους και τα διάφορα άλλα “τέρατα” να προαναγγέλουν παρόμοια πρόσωπα στη “Βιριδιάνα”. Μια ταινία - σταθμός στο έργο του μεγάλου αυτού σουρεαλιστή που κάθε φορά που τη βλέπεις σου προσφέρει και κάτι καινούργιο.
Ν.Φ. ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 14/7/05
Το “Περιβόλι της Παναγιάς”, το Άγιον Όρος, που επισκέφθηκα για τέταρτη φορά πριν από έναν μήνα - χωρίς τον μέντορά μου στο Όρος, τον Κώστα Ρεϊση, αλλά με τον παραγωγό Παναγιώτη Παπαχατζή - μου θύμισε το φιλμ “Ναζαρέν” του Λουί Μπουνουέλ... Γιατί; “Πρέπει να μπορώ να ξεχωρίζω την περιφρόνηση από τη συγχώρεση και την ταπεινότητα από το να σκύβω το κεφάλι για να μη μου το πάρουν”, λέει ο νεαρός ιερέας Ναζάριο, ήρωας της ταινίας, που εφαρμόζει πιστά τις εντολές του Ευαγγελίου προσπαθώντας να τιθασεύσει τα δαιμόνια της δικής του ψυχής. Έτσι απλά, σαν πολλούς μοναχούς που απαρνήθηκαν άνευ ανταλλάγματος τα “κοσμικά” όχι για να σώσουν ή να διδάξουν τους άλλους (βλέπε μέρος του κλήρου), αλλά μπας και βρουν τη σωτηρία της ψυχής τους...
Αποτέλεσμα, όμως, αυτής της ολοκληρωτικής αφιέρωσης του νεαρού ιερέα στον Κύριο θα είναι να εξοργίζει τους πάντες. Και φτωχούς, λούμπεν, πόρνες, κλέφτες της γειτονιάς του (σκηνές - ανθολόγιο) αλλά και την επίσημη Καθολική Εκκλησία, καθώς παραείναι... καλοκάγαθος και άγιος και... της χαλάει την πιάτσα - εξ ου και ο τίτλος της ταινίας, που παραπέμπει στον Ναζωραίο!
“Δόξα τω Θεώ, είμαι πάντα άθεος”, είχε πει ο ίδιος ο Μπουνουέλ και η ηθική που ευαγγελίζεται στον “Ναζαρέν” είναι νιτσεϊκή, δηλαδή αυτάρκης και αυτοφυής, στηρίζεται στο ένστικτο και στην απεριόριστη πίστη του στις δημιουργικές ικανότητες του ανθρώπου, την ίδια στιγμή που γνωρίζει τις εξίσου καταστροφικές ικανότητές του. Μια “ενότητα των αντιθέτων” που καλείται να κουμαντάρει ο ίδιος ο άνθρωπος κι αποτελεί, ίσως, τη μεγαλύτερη πρόκληση σε τούτη τη ζωή.
“Γι’ αυτό ακριβώς και τα έργα του Μπουνουέλ δεν “χωράνε” στον σουρεαλισμό που γεννήθηκε στα πρώτα νεανικά του χρόνια, στη διάρκεια του μεσοπολέμου. Ο Μπουνουέλ ήταν ο Λοτρεαμόν του σινεμά”, όπως είχε πει ο Ζορζ Σαντούλ. Και, όπως κάθε μεγάλος δημιουργός, δεν χωράει σε απλοποιητικές φόρμουλες. Μόνο, ίσως, στον Μπουνουέλ συνυπάρχουν με τέτοιο ύφος ο ρεαλισμός με το παράλογο, η ποίηση με το “βέβηλο”, το χαοτικό και το ασυνάρτητο με το παραληρηματικό, η δύναμη του έρωτα και η υποκρισία της αστικής ιδεολογίας και ορισμένων θεωρητικών της Εκκλησίας. "Μιλάμε, δηλαδή για την έκφραση του πλήρους ρεαλισμού στην τέχνη που υπερίπταται, φυσικά, της καθημερινότητας”, επεμβαίνει στην κουβέντα μας ο φίλος μου ο Δημήτρης, που νιώθουμε ως “χαράς ευαγγέλια” την τύχη που αξιώνει εμάς τους μικρούς να μιλάμε για τόσο μεγάλους δημιουργούς.
Π. ΚΑΓΙΟΣ
ΝΕΑ 14/7/05
ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΥΝΟΥΕΛ
Γεννήθηκε στην Καλάντα της Αραγωνίας στις 22 Φεβρουαρίου 1900 και πέθανε στο Μεξικό το 1983. Γόνος πλούσιας οικογένειας σπούδασε στο κολλέγιο Ιησουϊτών και αργότερα φιλοσοφία και λογοτεχνία στη Μαδρίτη, όπου γνωρίστηκε με τους Νταλί και Λόρκα. Το 1924 πηγαίνει στο Παρίσι, μπαίνει στον κύκλο των σουρεαλιστών και γίνεται βοηθός του Ζαν Επστάιν χωρίς να έχει ιδιαίτερες κινηματογραφικές γνώσεις. Σε συνεργασία με τον Νταλί γυρνά τις δυο πρώτες αυθεντικά σουρεαλιστικές ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου: “Ένας Ανδαλουσιανός σκύλος” (1928) και “Η χρυσή εποχή” (1930), που απαγορεύεται. Επιστρέφει στην Ισπανία όπου γυρνά το σκληρό ντοκυμανταίρ “Γη χωρίς ψωμί” (1932) που επίσης απαγορεύεται. Δουλεύει στη συνέχεια σαν τεχνικός εργαστηρίου και διευθυντής παραγωγής, ενώ το τέλος του ισπανικού εμφύλιου πολέμου τον βρίσκει στην Αμερική. Το Χόλυγουντ δεν μπορεί ν’ αξιοποιήσει το ταλέντο του και ο Μπουνουέλ πηγαίνει στο Μεξικό, όπου ξεκινά μια δεύτερη κινηματογραφική καριέρα, υπογράφοντας αρχικά ταινίες του εμπορικού κυκλώματος: “Γκραν Καζίνο” (1947), “Ο μεγάλος θεραπευτής” (1949). Με το “Λος Ολβιντάντος” (1950), που βραβεύεται στις Κάννες, ο σκληρός ρεαλισμός συναντιέται με την σουρεαλιστική ατμόσφαιρα κι επιτρέπει στον Μπουνουέλ να συνεχίσει με πιο προσωπικά έργα: “Σουζάνα η διεφθαρμένη” (1950), “Η κόρη της απάτης”, “Το ανέβασμα στον ουρανό”, “Μια γυναίκα χωρίς αγάπη” (1951), “Το κτήνος”, “Ροβινσών Κρούσος” (1952), “Ανεμοδαρμένα ύψη”, “Η αυταπάτη ταξιδεύει με τραμ” (1953), “Ο ποταμός και ο θάνατος” (1954), και “Η εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε λα Κρουζ” (1955).
Η επιτυχία της τελευταίας αυτής ταινίας επιτρέπει στον Μπουνουέλ το γύρισμα ορισμένων συμπαραγωγών με τη Γαλλία. “Αυτό λέγεται αυγή”, “Ο θάνατος σ’ αυτόν τον κήπο” (1956), “Ο πυρετός ανεβαίνει στο Ελ Πάο” (1959), ή τις Η.Π.Α., “Το κορίτσι” (1960). Ενδιάμεσα όμως γυρίζει το “Ναζαρέν” (1959) που ο αντικληρικός τόνος του προετοιμάζει το έδαφος για την αριστουργηματική “Βιριδιάνα” (1961), πρώτη ταινία στην Ισπανία από το 1932. Από δω και πέρα ο Μπουνουέλ θα εργαστεί κυρίως στη Γαλλία, όπου σε συνεργασία με τον Ζαν Κλωντ Καριέρ θα δώσει τα πιο ώριμα έργα του.
Βλάσφημος, άθεος, αντι-κληρικός, καυτηρίασε τη “διακριτική χάρη” και υποκρισία της αστικής τάξης και μίλησε μ’ ένα προσωπικό τρόπο για τα φαντάσματα του έρωτα, του νόμου και του απαγορευμένου. Στα τελευταία έργα του επέστρεψε και πάλι στη σουρεαλιστική ελευθερία της “Χρυσής εποχής” και παρά τα βαθιά γεράματά του παρέμεινε ένας από τους πιο μοντέρνους και σημαντικούς σκηνοθέτες στην ιστορία του κινηματογράφου.
Η υπόλοιπη φιλμογραφία του κλείνει με τις ταινίες:
“Ο εξολοθρευτής άγγελος” (1962), “Το ημερολόγιο μιας καμαριέρας” (1964), “Ο Σίμων της ερήμου” (1965), “Η ωραία της ημέρας” (1967), “Ο γαλαξίας” (1969), “Τριστάνα” (1970), “Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας” (1972), “Το φάντασμα της ελευθερίας” (1974), “Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου” (1977).