Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
NOSTALGIYA
Σκηνοθεσία: Αντρέι Ταρκόφσκι
Σενάριο: Αντρέι Ταρκόφσκι, Τονίνο Γκουέρα
Ηθοποιοί: Όλεγκ Γιανκόφσκι, Έρλαντ
Γιόζεφσον, Ντομιζιάνα Τζιορντάνο, Πατρίσια Τερένο, Λώρα Ντε Μάρτσι
Χώρα: Iταλία, Γαλλία, Σοβιετική Ένωση
(Ασπρόμαυρη/Έγχρωμη)
Διάρκεια: 125΄
Πρώτη προβολή: Ώρα 8.00 μ.μ.
Δεύτερη προβολή: Ώρα 10.30 μ.μ.
Η πρόκληση του Ταρκόφσκι είναι αυτή η καίρια ποιητική ανατροπή, όπου ο κινηματογράφος μεταβάλλεται σε όνειρο ξυπνητό κι εμείς παρακολουθούμε σε κατάσταση εκστατική, ένα θεσπέσιο όραμα.
Το 1966 συνάντησε σοβαρά προβλήματα με τον "Αντρέι Ρουμπλιώφ". "Ο καθρέφτης" (1974) έμεινε χρόνια στο ντουλάπι πριν προβληθεί. Το 1979 η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε να παρουσιάσει τον "Στάλκερ" στις Κάννες. Και κατόπιν έμεινε τρία χρόνια χωρίς δουλειά, μέχρις ότου στην Ιταλία κατόρθωσε να γυρίσει τη "Νοσταλγία" ο μεγάλος Αντρέι Ταρκόφσκι.
Η Ρωσία τον "πλήγωνε" (με διπλή έννοια, και "κοινωνικά" και "ποιητικά"), αλλά και η απουσία της τον "πληγώνει" το ίδιο. Όπως σ' όλο του το έργο, κινείται με άκρα ευαισθησία στο οριακό σημείο, ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και στην "αντικειμενικότητα", ανάμεσα στην εντατικά υποκειμενική θέαση του κόσμου και στην πίστη, ότι το σύμπαν υπάρχει γύρω μας, με τις ατέλειωτες ομορφιές του. Σε μια θαρρείς, αέναη μονομαχία, το άτομο Ταρκόφσκι, συγκρούεται με τη δημιουργία, με τον εαυτό του, με την Ιστορία και τον πολιτισμό, με την κοινωνία, και οι "πληγές" του αιμορραγούν ακατάπαυστα και το οδηγούν στο χαμό, ενώ συγχρόνως το κάνουν να ζει πιο εντατικά και να μεγεθύνεται, και πλουταίνουν την τέχνη του, που το τρέφει με τη σειρά της.
Ο Ταρκόφσκι στην Ιταλία γύρισε τη "Νοσταλγία". Συνεπής και ειλικρινής, μέχρι κεραίας, εκθέτει τις ψυχικές αντιδράσεις, τα συναισθήματα ενός Ρώσου διανοούμενου, που ζει στο εξωτερικό, δηλαδή του ίδιου. Αλλά και του Ρώσου, γενικότερα, που η νοσταλγία γι' αυτόν είναι κυριολεκτικά μια αρρώστια, "κάτι που σου αφαιρεί κάθε ζωτική ορμή, κάθε απόλαυση της ζωής".
Το τυπικό θέμα της ταινίας είναι οι περιπλανήσεις, οι ρεμβασμοί ενός Ρώσου, που κάνει έρευνες στην Ιταλία, για ένα συμπατριώτη του: Τον συνθέτη του 18ου αιώνα Σασνόφσκυ, που ένα γράμμα του διαβάζεται "Η ιδέα να μη γυρίσω στην πατρίδα μου με σκοτώνει". Η εμπειρία του μουσικού κινείται σε παραλληλία με εκείνη του διανοούμενου ήρωα της ταινίας, αλλά και με του σκηνοθέτη.
Ο ήρωας, ο Γκορτσάκωφ, είναι εμποτισμένος από την ομορφιά της ιταλικής πολιτιστικής παράδοσης και του τοπίου, αλλά τελικά τα αρνιέται. Δεν πάει να δει τη Μαντόνα του Ντέλα Φραντσέσκα στο μουσείο, αρνείται την επικοινωνία μ' οποιοδήποτε τρόπο με τη διερμηνέα του (υπέροχη μποτιτσελική ομορφιά), με το λόγο, με την ποίηση, με το σεξ. Της αντιτάσσει το αδύνατο της επικοινωνίας, το αμετάφραστο της ποίησης, την ιδιοτυπία της ρώσικης ψυχής, απροσπέλαστης για τον Δυτικοευρωπαίο.
Στην πραγματικότητα αρνείται και περιφρονεί τον ορθολογισμό και τη χυδαία πρακτικότητα της δυτικής ζωής, μαζί με τη σύγχρονη νεύρωση. Το κλειστό, "αφανισμένο" από τις εσωτερικές φουρτούνες πρόσωπό του, η απελπισία του "άγιου" που έχασε την πίστη και την ελπίδα, τον κάνουν απρόσιτο στην κοπέλλα αλλά τον στρέφουν στα μυστηριακά ερείπια του παλιού χριστιανικού πολιτισμού, στον γκρεμισμένο καθεδρικό ναό, στην ιαματική κολυμβήθρα. Και τον σπρώχνουν να επικοινωνήσει μ' ένα γνωστικό τρελλό, που σκαρφαλώνει πάνω στα γιγάντια χάλκινα άλογα της ανθρώπινης ματαιότητας, στα Φόρι Ιμπεριάλι της Ρώμης, και "εξορκίζει" την ανθρωπότητα να ξαναβρεί τις πνευματικές και ψυχικές αξίες, πριν αυτοπυρποληθεί στους ήχους της Ενάτης.
Ο Γκορτσάκωφ συγκλονίζεται από τον ακραίο και αντικαταστροφικό αυτό "σωσία" του, και κρατώντας με κόπο ένα κερί αναμμένο, διασχίζει τα ιαματικά νερά. Η φλόγα της ψυχής, η φλόγα της πίστης τρεμοσβήνοντας διασχίζει τον Αχέροντα. Κι εκείνος πέφτει κεραυνοβολημένος έξω από την εικόνα.
Ο ήρωας του Ταρκόφσκι είναι προικισμένος με μια διάσταση μυστικιστική, χαμένη για τους Δυτικούς. Η ματιά βλέπει, διαπερνά τις επιφάνειες και τα φαινόμενα. Οι εικόνες από το περιβάλλον τήκονται μαζί με τις μνήμες του, και με τις ενοράσεις του. Το ρώσικο τοπίο, με την καταχνιά και τις λεύκες, ένα ποτάμι, μια λιμνούλα, μια "ίσμπα", μια γυναίκα, ένα παιδί, ένας σκύλος και οι ήχοι της εξοχής, μακρινά τραγούδια του χωριού, λειτουργούν σαν μυστηριακές δονήσεις. Ένα δωμάτιο μετασχηματίζεται. Κι η ίσμπα με τη λιμνούλα στην τελική εικόνα αποκαλύπτεται μέσα στον γκρεμισμένο καθεδρικό ναό, βαθύ ψυχικό τοπίο, ενσωματωμένο με την πιο συγγενική του πραγματικότητα. Η εικόνα σε απόλυτη ακινησία, είναι ζωντανή και νεκρή μαζί. Άραγε είναι όραμα του ζωντανού ακόμη Γκορτσάκωφ; Ή μήπως είναι η αιωνιότητα της φαντασίας του;
Αινιγματικές εικόνες, μιάς ταινίας, που δεν είναι δύσκολη αλλά είναι μυστική. Απαιτεί από μας να εγκαταλείψουμε την τυπική λογική και ν' αφεθούμε στις ενστικτώδεις και συναισθηματικές αντιδράσεις μας. Απαιτεί την συμπάθειά μας με την κυριολεξία.
Βέβαια, αναγνωρίζουμε τα θέματα, τον ψυχσμό και τη μεταφυσική του Ταρκόφσκι, ιδίως όπως είχαν εκφραστεί στον αυτοβιογραφικό "Καθρέφτη".
Ο δημιουργός κοιτάζει τον κόσμο σε εντατική ενατένιση και περισυλλογή. Ο κόσμος αυτός (πιότερο ο φυσικός αλλά και τα υψηλά δημιουργήματα του πολιτισμού) υπάρχει σαν ένα αιώνιο θαύμα. Είναι μια οντολογία καθαρά χριστιανική. Όμως το υποκείμενο μεταλλάσσει τις εικόνες του κόσμου κι ο καλλιτέχνης, που είναι μυστικιστής - οραματιστής, μας τον παραδίνει μέσα από τη συνεχή ανάκληση στον εσωτερικό του καθρέφτη. Άρα σε συνεχή αλλοίωση και μετασχηματισμό από την προβολή των πρωταρχικών εικόνων του ασυνειδήτου του, των πρωταρχικών εμπειριών του. Του Ταρκόφσκι δεν θα άρεσαν βέβαια αυτοί οι ψυχαναλυτικοί όροι, θα έλεγε "των εικόνων της βαθιάς ψυχής μου".
Ο Ταρκόφσκι πραγματοποιεί συνεχώς αυτή την βαθιά κατάδυση στο εγώ (που είναι μαζί ο κόσμος, η ψυχή, ο θεός) με σπαρακτικό πάθος και ειλικρίνεια. Επιστρέφει πάντα πίσω, στη μητέρα, στη μητέρα γη. Κι εξομολογείται συνεχώς μια αγάπη νοσταλγική κι απελπισμένη για ό,τι αθώο, ανυπεράσπιστο, ειλικρινές. Δεμένος μέσα στις μνήμες του, στέκεται και μπροστά στο μυστήριο της ύπαρξής του και του μέλλοντός του. Σε κάθε στιγμή παλεύει ανάμεσα στο χθες και στο αύριο, στο εδώ και στο εκεί, στη νοσταλγία και στο όραμα. Αυτή η σύγκρουση, αυτή η ερωτική κατάσταση σε εκκρεμότητα είναι η κεντρική ιδέα. Έχει την ελευθερία της εκλογής αλλά δεν μπορεί.
Γι' αυτό κι ο Γκορτσάκωφ δεν αποφασίζει να φύγει για τη Ρωσία αλλά ούτε και να μείνει και να δεχτεί τους όρους ενός άλλου παιχνιδιού. Γι' αυτό καίγεται κι ο ίδιος σαν το κερί και η ψυχή του από το ολοκαύτωμά της κοιτάζει (μέσω της κάμερας) τόσο εντατικά τους ανθρώπους, τα αντικείμενα, τους χώρους, τη φύση, που τα κάνει να ακτινοβολούν μιαν άλλη ποιότητα και να μετασχηματίζονται μπροστά μας. Το νερό, η φωτιά κυριαρχούν. Οι εικόνες, οι κινήσεις αποκτούν μια θαυμαστή ονειρική υπόσταση.
Γ. ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο 51ετής Αντρέι Ταρκόφσκι, διάσημος Σοβιετικός σκηνοθέτης, θα ζήσει για πάντα σαν ένας ξερριζωμένος καλλιτέχνης, μέσα στη "νοσταλγία" (είναι ο τίτλος, ότι τυχαία, της τελευταίας του ταινίας, που γύρισε το 1972 στην Ιταλία), που όπως έχει ο ίδιος βεβαιώσει είναι ένα βαθύ και πολύπλοκο συναίσθημα, χαρακτηριστικό των Σοβιετικών που ζουν εξόριστοι μακριά από την πατρίδα τους, "μια αρρώστια που συντρίβει τις ψυχικές δυνάμεις, την ικανότητα της εργασίας, τη χαρά της ζωής".
Δεν είναι εύκολη για κανέναν η απόφαση να ζήσει μακριά από τη χώρα του. Αλλά για τον Ταρκόφσκι, σκηνοθέτη πεπεισμένο από πάντα ότι ο καλλιτέχνης είναι παιδί της εποχής του και κληρονόμος της ιστορίας του, θάπρεπε να υπάρχει μια τιμητική θέση στη Σοβιετική Ένωση, στην πορεία της λαϊκής παράδοσης που από τον Ντοβτσένκο φθάνει ως τον "Αντρέι Ρουμπλιώφ".
Κι όμως όχι. Ο Ταρκόφσκι (έχει γυρίσει έξι ταινίες, όλες αριστουργήματα, σε μια εικοσάχρονη απασχόληση που προσέκρουε συνεχώς στα φράγματα της γραφειοκρατίας και παράλληλα αναγνωριζόταν ομόφωνα από τους κριτικούς), ακριβώς επειδή δεν θεώρησε ποτέ τον κινηματογράφο σαν διδασκαλικό μέσο, αλλά σαν ένα όπλο πιο σύγχρονο και λεπτό ικανό να ερευνά τις πτυχές μιας κοινωνίας και τα επί μέρους συστατικά της, είπε πάντα όχι στους γιορτασμούς, από το 1962, όταν με "Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν" - που κέρδισε τον "Λέοντα" στο Φεστιβάλ της Βενετίας - άρχισε την καριέρα του με μια μικρή-μεγάλη ιστορία που έδινε τις πραγματικές διαστάσεις της στη θριαμβευτική επικότητα του πολέμου καταργώντας τα οικόσημα των λαβάρων, αποσπώντας το κοινό από μακρούς διαλόγους και ρίχνοντας αντίθετα τον μεγεθυντικό φακό του στα μάτια των ανθρώπων, στα σβησμένα βλέμματα που ρωτούσαν γιατί, κι ακόμη στο παιδάκι που κάνει το πιπί του, γιατί αυτή, ναι, αυτή είναι η ζωή.
Έχοντας το ταλέντο να αναπαριστά με εκπληκτικό τρόπο παλιότερες εποχές, όπου τα άτομα αποτελούν μέρος του πνεύματος του χρόνου, ο Ταρκόφσκι απομακρύνεται αυτά τα χρόνια από το άστρο του "λαϊκού καλλιτέχνη", όπως οι πικραμένοι σερίφηδες στα αμερικανικά γουέστερν, πιστεύοντας ότι πρόκειται για μια επίσημη και εντελώς τυπική φόρμουλα. Ο Ταρκόφσκι πιστεύει πράγματι ότι ένας σκηνοθέτης πρέπει να εκφράζει τα αισθήματα αυτών που βρίσκονται δίπλα του όπως και τη γοητεία και την παράδοση του παρελθόντος, αλλά το πιστεύει με το περήφανο ταλέντο του ανθρώπου που πάντοτε τίθεται υπό συζήτηση, που αποφεύγει να κρίνει, που επιδιώκει να φθάσει στο ζενίθ της αμφιβολίας και να προχωρήσει μπροστά κοιτάζοντας ίσια τα μάτια που του δείχνουν εμπιστοσύνη, όπου κι αν βρίσκονται.
Έτσι γεννιούνται, σ' αυτή την κατάσταση του διχασμού - το κοίταγμα προς τα έξω αλλά και προς τα μέσα - αυτά τα μεγάλα φιλμς που εκτός από μάθημα κινηματογράφου, είναι και ηθική πρόζα, ποίηση των αναμνήσεων, βασανιστική ανάλυση για τα σταυροδρόμια του ανθρώπου: Σολάρις το 1972, ο Καθρέφτης το 1974, Στάλκερ το 1981 (το τελευταίο φιλμ που γύρισε στην πατρίδα του), η Νοσταλγία το 1982.
Παγιδευμένος στη δίνη των εσωτερικών αναζητήσεων, με την πεποίθηση ότι ένας ξεχωριστός και αγνός άνθρωπος πρέπει να διαβεί ένα μακρύ μονοπάτι, συνηθισμένο και σκοτεινό, ο Ταρκόφσκι σπάζει την ισορροπία των υπερδυνάμεων του επίσημου σοβιετικού κινηματογράφου: αντί να δώσει απαντήσεις, θέτει ερωτήματα, αλλά μέσα στα πλαίσια του σεβασμού μιας ιστορικής και πολιτικής παράδοσης που ερμηνεύει με την έκπληκτη νοημοσύνη και ικανότητα του ποιητή και χωρίς τους διπλωματικούς ελιγμούς των "εμπόρων" των ιδεών.
Στην ασυνήθιστη πλημμύρα των φαντασιώσεων και των ιδεών του για τον κινηματογράφο - λίγο περίπλοκων, σίγουρα, για το μέσο γούστο του κοινού που έχει συνηθίσει τους αφύσικους ρυθμούς της τηλεόρασης - ο Ταρκόφσκι αναζητεί τις δικές του ρίζες (ο Καθρέφτης είναι μια ταινία προς τιμήν της μητέρας και της οικογένειας) πιστεύοντας ότι αποτελεί μέρος ενός "όλου". Αλλά αυτό το "όλο" δεν θέλει να διαταραχθεί, του δίνει πνεύμα και τον βάζει πίσω από τον μαυροπίνακα.
Ίσως κανένας δεν εκφράζει καλύτερα από τον Ταρκόφσκι, με την "Νοσταλγία" του, τις σκέψεις και τα συναισθήματα των κοινών ανθρώπων: η ποίησή του που διαβάζεται με καθαρά κινηματογραφικά γράμματα, απορρέει από την προσωπική του ιστορία, αλλά αποτελεί μέρος μιας οικογένειας, ενός λαού, στη συνέχεια μιας παράδοσης και στο τέλος μιας εποχής χωρίς όρια και χωρίς προσωπικές μνήμες, γίνεται το τελευταίο αλλά σημαντικότερο μέρος ενός πανοράματος, όπου δεν δημοσιεύονται διατάγματα, γιατί εκεί ψάχνει κανείς για κάτι που είναι ακόμα ασαφές, που δεν ξέρει τι ακριβώς είναι.
12 Ιουλίου 1984
Η ταινία έγινε από Ρώσο στην Ιταλία (όπου ζει εδώ και δυο χρόνια ο Ταρκόφσκι) κι ο τίτλος της αναφέρεται στη μόνιμη νοσταλγία που νιώθει για την πατρίδα του ο Ρώσος ξενιτεμένος. Κεντρικός χαρακτήρας ένας Μοσχοβίτης συγγραφέας που ερευνά τη ζωή ενός Ιταλού μουσικού του 18ου αιώνα. Αυτός κι η νεαρή Ιταλή διερμηνέας του κάθονται μπροστά στη θερμή λιμνούλα της πλατείας ενός ιταλικού χωριού -ειδύλλιο δεν τελεσφορεί ανάμεσά τους, ο Ρώσος είναι ανίατα μελαγχολικός. Ο άλλος χαρακτήρας, ο Ντομένικο, πιστεύει πως επίκειται το τέλος του κόσμου και γι' αυτό οι χωριανοί του τον παίρνουν για κουζουλό. Θέλει να περπατήσει πάνω στην επιφάνεια της λίμνης μ' ένα αναμμένο κερί στο χέρι - πράξη πίστης. Οι χωριανοί τον σταματούν και φεύγει για τη Ρώμη όπου βγάζει λόγο για την ανθρώπινη τρέλα κι ύστερα αυτοπυρπολείται. Ο Ρώσος τότε παίρνει τη θέση του και περπατάει πάνω στο νερό.
Η δύναμη της ταινίας, που απευθύνεται κυρίως στην καρδιά και τα αισθήματα είναι, συναρπαστική. Σαν ένα τοπίο στ' όνειρο όπου προχωράς με μικρά, διστακτικά βήματα για να μην ξυπνήσεις. Πιθανόν το νόημά της να έχει να κάνει με τη μελαγχολία, την παρουσία του παρελθόντος στο υποσυνείδητό μας, και για το πώς πάει ο κόσμος. Παρακολουθώντας την όμως είναι καλύτερο, όπως και σε κάθε ταινία του Ταρκόφσκι, ν' αφήνεται κανείς στα αισθήματά του και λιγότερο στο μυαλό του. Όπως όταν κάθεσαι σε ένα δωμάτιο παρακολουθώντας τις ανεπαίσθητες αλλαγές του φωτός καθώς σβήνει σιγά -σιγά η μέρα, πέφτει το σούρουπο κι έρχεται η νύχτα, γεμίζοντας την κάμαρα αμυδρούς, υποθαλάσσιους ήχους.
ΑΝΤΡΕΪ ΑΡΣΕΝΙΤΣ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ
Γεννήθηκε το 1932. Γιος του ποιητή Αρσένι Ταρκόφσκι σπούδασε μουσική, ζωγραφική, αραβικά και γεωλογία, προτού στραφεί στο σινεμά. Γίνεται διεθνώς γνωστός με την πρώτη του ταινία, συναντά όμως σοβαρά προβλήματα με τη λογοκρισία της χώρας του, που τον αναγκάζει να ξενητευθεί στην Ιταλία, Σουηδία και Γαλλία όπου πέθανε από καρκίνο το 1986. Ο Ταρκόφσκι ήταν μια από τις μεγαλύτερες μορφές που πέρασαν ποτέ απ' την ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου. Πνευματικός απόγονος του Ντοβζένκο δημιούργησε ένα τελείως προσωπικό έργο, όπου κυριαρχεί ο ελεύθερος ποιητικός λόγος και η φιλμική εικόνα βρίσκει την παλιά εκφραστική δύναμή της σε βάρος της αφήγησης. Άνθρωπος με ανεπτυγμένο θρησκευτικό συναίσθημα έκανε ένα μεταφυσικό, ιρασιοναλιστικό σινεμά που θέτει το άτομο (και κυρίως τον καλλιτέχνη) μπροστά σε τεράστια ηθικά προβλήματα. Τα στοιχεία που κυριαρχούν στις ταινίες του είναι η πανταχού παρουσία του νερού, η μορφή της μητέρας, η νοσταλγία της πατρικής γης.
Με το θάνατό του ο παγκόσμιος κινηματογράφος έχασε τον πιο γνήσιο ποιητή του, ένα μεγάλο πνεύμα που άφησε πίσω του μόλις εφτά ταινίες, μοναδικές μαρτυρίες της πνευματικής Οδύσσειας του σύγχρονου ανθρώπου.
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Δεν έχει άδεια απόψε (μικρού μήκους 1960), Το βιολί και το κομπρεσέρ (μικρού μήκους 1961), Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν (1962), Αντρέι Ρουμπλιώφ (1966), Σολάρις (1972), Ο καθρέφτης (1974), Στάλκερ (1979), Νοσταλγία (1983), Θυσία (1986).
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΑΡΚΑΔΗΣ
"ΔΙΑΛΟΓΟΙ"
Από τη “Σαρκοφάγο”
Η μάννα τον κοιτούσε μες στα μάτια.
Αυτός στα τελευταία του.
Του μίλαγε αργά
σα να ‘ταν πάλι βρέφος
και τόνιζε τις λέξεις μία μία.
Τί να θυμάται εκεί που πάει
και τί να πει στους άλλους.
Όμως αυτός πίσω κοιτούσε.
Κούναγε το κεφάλι του με κατανόηση
κι έδειχνε την κουβέντα
να ‘χει πιάσει με τους άλλους.
Οι κάτω, νοήματα του κάνανε
με την δική τους γλώσσα.
Του δίνανε παραγγελιές
για τον απάνω κόσμο.
Να μη βιαστεί
δεν έχει ο δρόμος γυρισμό.
Κι αυτός σαν να κατάλαβε
κούναγε το κεφάλι του
με κατανόηση
κι έδειχνε την κουβέντα
να τελειώνει με τους πάνω.
"ΘΑΝΑΤΟΣ ΝΕΑΡΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ"
Από τη “Σαρκοφάγο”
Είδα ξανά το ίδιο λέει όνειρο.
Βουνά κι άλλα βουνά με κόκκινο.
Βουνά εμφύλια που πάνε λέει στον ουρανό
σαν ακυβέρνητα καράβια.
Μπανταρισμένο το κεφάλι τους
κι από το χέρι λέει μια νοσοκόμα τα συνόδευε.
Τα βουνά λέει ήμουνα εγώ.
Κι η νοσοκόμα λέει.
Αχ αυτή η νοσοκόμα.
Δεν ήσουνα λέει εσύ
αλλά του διπλανού αρρώστου η νοσοκόμα.