επιστροφή
ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
PROFONDO ROSSO


Σκηνοθεσία: Ντάριο Αρζέντο
Σενάριο: Ντάριο Αρζέντο, Μπερναρντίνο Ζαπόνι
Ηθοποιοί: Ντέιβιντ Χέμινγκς, Ντάρια Νικολόντι, Γκαμπριέλα Λαβία, Μάσα Μερίλ, Κλάρα Καλαμάι
Χώρα: Ιταλία (Έγχρωμη)
Διάρκεια: 126΄

Βραβεία: Καλύτερης πρωτοποριακής ταινίας Φεστιβάλ Καννών 1952

Πρώτη προβολή: 8.00 μ.μ.
Δεύτερη προβολή: 10.30 μ.μ.

Η πολυσυζητημένη ταινία του Ντάριο Αρτζέντο στην αυθεντική έκδοση. Το "Βαθύ Κόκκινο" ανταποκρίνεται μέχρι σήμερα στη μεγάλη του φήμη. Μία εξέχουσα παραψυχολόγος δολοφονείται άγρια. Ο γείτονάς της, ένας πιανίστας, είναι αυτόπτης μάρτυρας του αποτρόπαιου εγκλήματος, όμως η ταυτότητα του δολοφόνου παραμένει άγνωστη. Ο πιανίστας, σε συνεργασία με μια δημοσιογράφο τοπικής εφημερίδας, αρχίζει να διερευνά το έγκλημα αλλά πολύ σύντομα οι ρόλοι αντιστρέφονται και οι κυνηγοί γίνονται κυνηγημένοι.

Ένας πιανίστας προσπαθεί, μαζί με μια δημοσιογράφο, ν' ανακαλύψει το μυστηριώδη σίριαλ-κίλερ υπεύθυνο για μια σειρά άγριων δολοφονιών, σε μια κλασική στο είδος της ταινία που προβάλλεται σε επανέκδοση.

Ο Μάρκους (Ντέιβιντ Χέμινγκς), ένας Άγγλος πιανίστας που ζει και εργάζεται στη Ρώμη, γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός αποτρόπαιου φόνου. Σε συνεργασία με τη Τζιάνα (Ντάρια Νικολόντι), μια ενθουσιώδη δημοσιογράφο, αποφασίζει να διερευνήσει το έγκλημα. Ο δολοφόνος όμως καταφέρνει να βρίσκεται μονίμως ένα βήμα μπροστά από αυτόν...

Από τις κλασικές ταινίες τρόμου του Ιταλού σπεσιαλίστα του είδους, Ντάριο Αρζέντο, που παρουσιάζεται αποκαταστημένη στην αρχική, 126 λεπτών, μορφή της με χρώματα εκπληκτικά, μοιάζοντας να βγήκε μόλις πρόσφατα από το εργαστήριο. Η ταινία αρχίζει με την άγρια δολοφονία μιας διάσημης παραψυχολόγου στη Ρώμη. Ο Άγγλος πιανίστας γείτονάς της Μάρκος Ντέιλι (Ντέιβιντ Χέμινγκς), αυτόπτης μάρτυρας του φόνου, αρχίζει σε συνεργασία με μια δημοσιογράφο, την Τζιάνα (Ντάρια Νικολόντι) να διερευνά το έγκλημα για να βρεθεί σύντομα αντιμέτωπος μ' έναν αδίστακτο δολοφόνο κατ' εξακολούθηση που κάθε φορά σκοτώνει τα θύματά του και μ' ένα διαφορετικό, πάντα αποτρόπαιο, τρόπο. Γιος κινηματογραφικού παραγωγού, κριτικός κινηματογράφου αρχικά, ο Ντάριο Αρζέντο από την πρώτη του κιόλας ταινία "Το πουλί με τα κρυστάλλινα φτερά", στράφηκε στις ταινίες τρόμου (γνωστές στην Ιταλία ως "τζιάλο", δηλαδή "κίτρινο" από τα κίτρινα εξώφυλλα των φτηνών βιβλίων που δημοσίευαν ιστορίες τρόμου), για να φτιάξει μερικές από τις κλασικές του είδους: "Η γάτα με τις εννιά ουρές", "Τέσσερις μύγες πάνω σε γκρίζο βελούδο", "Φαινόμενα", "Βαθύ κόκκινο" "Σουσπίρια" "Tenebre" και πολλές άλλες. Ο Αρζέντο γύρισε την ταινία του χρησιμοποιώντας υπερρεαλιστικά χρώματα, με έντονο το κόκκινο και για επένδυση μια εκπληκτική, έντονη μουσική ροκ εν ρολ (των Goblin), για να δημιουργήσει τη φανταστική, τρομακτική, χιτσκοκική θα έλεγα ατμόσφαιρα της ταινίας, που μέχρι και σήμερα παραμένει το ίδιο εντυπωσιακή και τρομακτική. Μια ταινία με στιλιζαρισμένη, ευρηματική σκηνοθεσία, γυρισμένη με άφθονο χιούμορ κι ακόμη πιο άφθονο τρόμο, με σκηνές τρόμου από τις πιο γλαφυρές και ανατριχιαστικές που έδωσε ο κινηματογράφος, που στη συνέχεια θα την αντιγράψουν πολλοί, εντός κι εκτός Ιταλίας. Η ταινία ενός αληθινού μάστορα που βλέπεται και ξαναβλέπεται, φτάνει να έχετε δυνατά νεύρα.
Ν. Φ. ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (10/6/05)

Όπως σε όλα τα giallo, έτσι και εδώ το σενάριο είναι μόνο το πρόσχημα, ένα απλό υποστήριγμα της εικόνας. Το σασπένς προκύπτει από την κίνηση της κάμερας (ο Αρτζέντο ήταν ένας από τους πρώτους σκηνοθέτες που χρησιμοποίησε το steady cam), τη χρήση της μουσικής, τα δραματικά γκρο πλαν, τη γεωμετρία και την "ενορχήστρωση" και την αρχιτεκτονική των σκηνών. Παρότι δεν ανήκουμε στους λάτρεις της συγκεκριμένης κινηματογραφικής σχολής (όπως και οποιασδήποτε άλλης όπου η φόρμα κυριαρχεί αλαζονικά στο περιεχόμενο), στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορούμε παρά να υποκλιθούμε: Είναι μία από τις ελάχιστες φορές που η "ασημένια οθόνη" βάφεται (βαθιά) κόκκινη με τόσο στιλ...
ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ


ΝΤΑΡΙΟ ΑΡΖΕΝΤΟ
Γεννήθηκε στη Ρώμη το 1940. Γιος κινηματογραφικού παραγωγού, εργάσθηκε ως κριτικός κινηματογράφου και σεναριογράφος (Κάποτε στη Δύση), προτού προσεγγίσει το θρίλερ το 1969 και γίνει ο υπ' αριθμόν ένα σκηνοθέτης του ιταλικού giallo. Επηρεασμένος περισσότερο από το Μάριο Μπάβα, παρά το Χίτσκοκ, ο Αρζέντο διαμόρφωσε ένα προσωπικό έργο που το διακρίνει ένας έντονος φορμαλισμός, η τάση για το κιτς και το μπαρόκ, οι κινηματογραφοφιλικές αναφορές, αλλά επίσης η γοητεία της επίδειξης σκηνών φρίκης και βίας που ξεπερνούν τα όρια αντοχής του θεατή. Με τη Σουσπίρια εγκαταλείπει το θρίλερ για να πειραματισθεί με την καθαρόαιμη ταινία τρόμου, ενώ οι πρόσφατες δημιουργίες του έχουν απογοητεύσει τους παλιούς θαυμαστές του. Γράφει πάντα ο ίδιος τα σενάρια των ταινιών του, συνεργάζεται στη μουσική παρτιτούρα τους και είναι παραγωγός των τελευταίων ταινιών του Τζωρτζ Ρομέρο.

ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Το πουλί με τα κρυστάλλινα φτερά (1969), Ο γάτος με τις 9 ουρές (1971), 4 μύγες σε μαύρο βελούδο (1972), Οι πέντε μέρες (1973), Profondo rosso (ε.τ. Μανιακός δολοφόνος 1975), Σουσπίρια (1976), Inferno (ε.τ. Οι 3 πύλες της κολάσεως 1979), Τενέμπρε (1982), Φαινόμενα (1985), Όπερα (1988), Two Evil Eyes (1990), Trauma (1993), La Sindrome di Stendhal (1996), Il Fantasma dell' opera (1998), Non ho sonno (2001), The Card Player (2004), Do You Like Hitchcock (TV 2005)