ΑΝΕΒΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
SUBIDA AL CIELO
Σκηνοθεσία: Λουίς Μπουνιουέλ
Σενάριο: Λουίς Μπουνιουέλ, Χουάν ντε λα Καμπάδα, Μανουέλ Αλτολάγιρε
Ηθοποιοί: Λίλια Πράδο, Καρμελίτα Γκονζάλεζ, Εστεμπάν Μάρκες
Φωτογραφία: Άλεξ Φίλιπς
Μουσική: Γκουστάβο Πιταλούγκα
Χώρα: Μεξικό (Ασπρόμαυρη)
Διάρκεια: 85΄
Βραβεία: Καλύτερης πρωτοποριακής ταινίας Φεστιβάλ Καννών 1952
Πρώτη προβολή: 8.30 μ.μ.
Δεύτερη προβολή: 10.30 μ.μ.
Το μακρινό, περιπετειώδες, με αναπάντεχες εκπλήξεις, ταξίδι με λεωφορείο ενός νιόπαντρου, σε μια απολαυστική, διανθισμένη με το αναρχικό, σουρεαλιστικό χιούμορ του μεγάλου Ισπανού σκηνοθέτη, ταινία - σε επανέκδοση.
Μέσα από την υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία και τα ψεύτικα ντεκόρ που αποκτούν παραμυθένια διάσταση, η σουρεαλιστική φαντασίωση του Μπουνιουέλ συναντά τη λαϊκή μεξικανική καθημερινότητα, πετυχαίνοντας ένα μοναδικό σε απόλαυση αισθητικό αποτέλεσμα
Στη σειρά των "εμπορικών" ταινιών που ο μεγάλος Λουίς Μπουνιουέλ γύρισε στο Μεξικό ανήκει αυτό το "Ανέβασμα στον ουρανό". Η ταινία αφηγείται τη μικρή οδύσσεια του Ολιβέιρο, ενός νιόπαντρου νέου που ενώ ετοιμάζεται να περάσει την πρώτη νύχτα του γάμου του με τη γυναίκα του, αναγκάζεται από τ' αδέρφια του να πάει σ' ένα ταξίδι για να τακτοποιήσει τη διαθήκη της ετοιμοθάνατης μητέρας του. Ταξίδι δύο ημερών μ' ένα λεωφορείο, μέσα από βουνά και ξεχειλισμένα ποτάμια, που μεταφέρει το φέρετρο ενός νεκρού κοριτσιού, και στο οποίο στη διάρκειά του, μια έγκυος γεννά το μωρό της, ο Ολιβέιρο θα κάνει έρωτα με μια συνταξιδιώτισσα κι οι επιβάτες θα πάρουν μέρος σε μια γιορτή σ' ένα κτήμα.
Ο Μπουνιουέλ χρησιμοποιεί τα βασικά θέματα του έρωτα, της γέννας και του θανάτου για να φτιάξει μία κωμωδία γεμάτη από το αναρχικό καταλυτικό χιούμορ του: το χωριό της νύφης δεν έχει παπά (τους γάμους τους κανονίζουν οι φίλοι), οι άνθρωποι ζουν στους απλούς ρυθμούς μιας αυθεντικής ζωής χωρίς τις απολαύσεις της τεχνολογίας (ακόμη και το λεωφορείο την προδίδει), ο έρωτας και το σεξ έχουν τη δική τους αξία, μακριά από ενοχές και ταμπού, το όνειρο (σε μια από τις πιο ποιητικές, σουρεαλιστικές σκηνές της ταινίας) χρησιμοποιείται για να εκφράσει τους κρυφούς πόθους του ήρωα, ενώ ο θάνατος είναι κάτι το φυσιολογικό, που όλοι τον αποδέχονται με τον ίδιο τρόπο που αποδέχονται τη ζωή - ακόμη και το "κόλπο" που χρησιμοποιεί στο φινάλε ο ήρωας για να επισημοποιήσει τη διαθήκη της νεκρής μητέρας είναι θεμιτό.
Ν.Φ. ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 25/8/05
Σ' ένα απομακρυσμένο από τη φθορά του πολιτισμού χωριό, ο Ολιβέριο αναγκάζεται να διακόψει τη γαμήλια νύχτα του, γιατί η ετοιμοθάνατη μάνα του τον στέλνει στην πόλη για να επικυρώσει τη διαθήκη της, που προστατεύει τους δυο τίμιους γιους της από τα κακόβουλα σχέδια των άλλων δύο μοχθηρών γιων. Από τη στιγμή που θα ξεκινήσει με το λεωφορείο της γραμμής για την πόλη μέχρι τον γυρισμό του, ο ήρωας θα βρεθεί μπροστά σε διάφορα κωμικά και τραγικά περιστατικά, που θα του φανερώσουν μια άλλη πλευρά της ζωής. Η αγνότητά του θα τεθεί υπό δοκιμασία, καθώς το "ανέβασμα στον ουρανό" για τον Μπουνιουέλ δεν σημαίνει πλησίασμα προς το Θεό, αλλά γνωριμία και αποδοχή του απαγορευμένου, που αντί να τον φθείρει θα του δυναμώσει την πίστη στην πρωταρχική ανέμελη ευτυχία και αγνότητα.
Το ταξίδι με το λεωφορείο, πάνω από βουνά και μέσα από ποτάμια, είναι βέβαια ένα έπος της ανθρώπινης ζωής, μια Οδύσσεια χωρίς μεγαλείο. Στην πορεία του γεννιέται ένα παιδί, οι άλλοι κάνουν έρωτα, ταλαιπωρούνται ή γλεντούν. Η φύση κοροϊδεύει την τεχνολογία, όταν ένα τόσο δα κοριτσάκι με ένα σπάγγο, τραβάει δυο τεράστια βόδια που ξεκολλούν το λεωφορείο από τη λάσπη. Στην επιστροφή, χωριάτες σταματούν
το λεωφορείο και ανεβαίνουν μ' ένα μικρό φέρετρο. Το λεωφορείο σταματάει στο κοιμητήρι. Κι όλοι μαζί μετέχουν στην κηδεία, όπως συμμετείχαν στα χαρούμενα γενέθλια. Όπου δεν υπάρχει μεταφυσική απάντηση για ζωή μετά θάνατο, υπάρχει σκέτη ζωή κι όλα είναι φυσικά και απλά, χωρίς δράμα και φόβο, ακόμη και ο θάνατος".
Γ. ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΥΝΙΟΥΕΛ
Γεννήθηκε στην Καλάντα της Αραγωνίας στις 22 Φεβρουαρίου 1900 και πέθανε στο Μεξικό το 1983. Γόνος πλούσιας οικογένειας σπούδασε στο κολλέγιο Ιησουϊτών και αργότερα φιλοσοφία και λογοτεχνία στη Μαδρίτη, όπου γνωρίστηκε με τους Νταλί και Λόρκα. Το 1924 πηγαίνει στο Παρίσι, μπαίνει στον κύκλο των σουρεαλιστών και γίνεται βοηθός του Ζαν Επστάιν χω-
ρίς να έχει ιδιαίτερες κινηματογραφικές γνώσεις. Σε συνεργασία με τον Νταλί γυρνά τις δύο πρώτες αυθεντικά σουρεαλιστικές ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου: "'Ενας Ανδαλουσιανός
σκύλος" (1928) και "Η χρυσή εποχή" (1930), που απαγορεύεται. Επιστρέφει στην Ισπανία όπου γυρνά το σκληρό ντοκυμανταίρ "Γη χωρίς ψωμί" (1932) που επίσης απαγορεύεται. Δουλεύει στη
συνέχεια σαν τεχνικός εργαστηρίου και διευθυντής παραγωγής, ενώ το τέλος του ισπανικού εμφύλιου πολέμου τον βρίσκει στην Αμερική. Το Χόλυγουντ δεν μπορεί ν ' αξιοποιήσει το ταλέντο του και ο Μπουνιουέλ πηγαίνει στο Μεξικό, όπου ξεκινά μια δεύτερη κινηματογραφική καριέρα, υπογράφοντας αρχικά ταινίες του εμπορικού κυκλώματος: "Γκραν Καζίνο" (1947), "Ο μεγάλος θεραπευτής" (1949). Με το "Λος Ολβιντάντος" (1950), που βραβεύεται στις Κάννες, ο σκληρός ρεαλισμός συναντιέται με την σουρεαλιστική ατμόσφαιρα κι επιτρέπει στον Μπουνιου-
έλ να συνεχίσει με πιο προσωπικά έργα: "Σουζάνα η διεφθαρμένη" (1950), "Η κόρη της απάτης", "Το ανέβασμα στον ουρανό", "Μια γυναίκα χωρίς αγάπη" (1951), "Το κτήνος", "Ροβινσών Κρούσος" (1952), "Ανεμοδαρμένα Ύψη", "Η αυταπάτη ταξιδεύει με τραμ" (1953), "Ο ποταμός και ο θάνατος" (1954), και "Η εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε λα Κρουζ" (1955).
Η επιτυχία της τελευταίας αυτής ταινίας επιτρέπει στον Μπουνιουέλ το γύρισμα ορισμένων συμπαραγωγών με τη Γαλλία. "Αυτό λέγεται αυγή", "Ο θάνατος σ ' αυτόν τον κήπο" (1956), "Ο πυρετός ανεβαίνει στο Ελ Πάο" (1959), ή τις Η.Π.Α., "Το κορίτσι" (1960). Ενδιάμεσα όμως γυρίζει το "Ναζαρέν" (1959) που ο αντικληρικός τόνος του προετοιμάζει το έδαφος για την αριστουργηματική "Βιριδιάνα" (1961), πρώτη ταινία στην Ισπανία από το 1932. Από δω και πέρα ο Μπουνιουέλ θα εργαστεί κυρίως στη Γαλλία, όπου σε συνεργασία με τον Ζαν Κλωντ Καριέρ θα δώσει τα πιο ώριμα έργα του.
Βλάσφημος, άθεος, αντι-κληρικός, καυτηρίασε τη "διακριτική χάρη" και υποκρισία της αστικής τάξης και μίλησε μ' ένα προσωπικό τρόπο για τα φαντάσματα του έρωτα, του νόμου και του απαγορευμένου. Στα τελευταία έργα του επέστρεψε και πάλι στη σουρεαλιστική ελευθερία της "Χρυσής εποχής" και παρά τα βαθιά γεράματά του παρέμεινε ένας από τους πιο μοντέρνους και σημαντικούς σκηνοθέτους στην ιστορία του κινηματογράφου.
Η υπόλοιπη φιλμογραφία του κλείνει με τις ταινίες:
"Ο εξολοθρευτής άγγελος" (1962), "Το ημερολόγιο μιας καμαριέρας" (1964), "Ο Σίμων της ερήμου" (1965), "Η ωραία της ημέρας" (1967), "Ο γαλαξίας" (1969), "Τριστάνα" (1970), "Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας" (1972), "Το φάντασμα της ελευθερίας" (1974), "Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου" (1977).