ΘΑΥΜΑ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ
MIRACOLO A MILANO
Σκηνοθεσία: Βιττόριο ντε Σίκα
Σενάριο: Τσεζάρε Ζαβατίνι, Β. ντε Σίκα, Σούζο Τσέκι ντ' Αμίκο, Μάριο Κιάρι, Αντόλφο Φράνσι
Ηθοποιοί: Φραντσέσκο Γκιλοζάνο, Μπρουνέλλα Μπόβο, Έμμα Γκραμμάτικα, Πάολο Στόππα, Γκ. Μπαρνάμπο
Φωτογραφία: Άλντο Γκρατζιάτι
Μουσική: Αλεσάντρο Τσικονίνι
Βραβεία: Χρυσός Φοίνικας Φεστιβάλ Καννών 1951
Πρώτη προβολή: 8.30 μ.μ.
Δεύτερη προβολή: 10.30 μ.μ.
Ένα θαύμα στο σινεμά
Αναθρεμμένος από μια γριά κυρία, ο Τοτό ο Καλός γνωρίζεται με τους άνεργους του Μιλάνου, εγκαθίσταται στη φτωχοσυνοικία τους, τους καθοδηγεί ενάντια στον πλούσιο Μόμπι που θέλει να τους πάρει τα οικόπεδα (όπου βρήκε πετρέλαιο) και καταφέρνει να νικήσει χάρις στη βοήθεια των αγγέλων που παίρνουν τους φτωχούς στον ουρανό.
Ξεκινώντας από ένα σενάριο του Ζαβατίνι, ο ντε Σίκα θέλησε με το "Θαύμα στο Μιλάνο" να ξεπεράσει τα μέχρι τότε όρια του νεορεαλισμού και να παντρέψει το ποιητικό με την πραγματικότητα, σε μια αλληγορική ταινία που ο ίδιος χαρακτηρίζει "σύγχρονο παραμύθι του 20ου αιώνα". Αν και συχνά τόνισε ότι το "Θαύμα στο Μιλάνο" δεν είναι πολιτική ταινία με τη στενή έννοια του όρου, οι προεκτάσεις της αλληγορίας του παρεξηγήθηκαν από πολλούς, σε σημείο να ξεσηκώσει μια θύελλα συζητήσεων υπέρ ή κατά του εγχειρήματος. Το Βατικανό καταδίκασε την ταινία ως "ματεριαλιστική", η άκρα δεξιά έβγαλε το συμπέρασμα ότι οι φτωχοί στο τέλος πετούν όχι προς τον ουρανό, αλλά προς τη... Σοβιετική Ένωση (!), ενώ μέρος της αριστεράς κατηγόρησε τον ντε Σίκα ότι αποβλακώνει το κοινό με ιστοριούλες αλά Κάπρα, απ' όπου λείπει το ταξικό στοιχείο του αγώνα. Αυτή όμως είναι η μοίρα των αλληγοριών: να δημιουργούν παρεξηγήσεις. Γι' αυτό ας αφήσουμε τον ίδιο τον σκηνοθέτη να διασαφηνίσει τις προθέσεις του:
"Είναι αλήθεια ότι οι φτωχοί μου είναι ευτυχισμένοι με τον τρόπο τους: ακριβώς γιατί είναι απόκληροι, μπορούν ν' απολαύσουν καλύτερα από τους άλλους ανθρώπους, τη γλυκιά ραθυμία μιας χειμωνιάτικης ακτίνας ήλιου ή την απλή ποίηση ενός ηλιοβασιλέματος. Και χαιρετούν την παρουσία του νερού με την καθαρή καρδιά ενός Φραγκίσκου της Ασίζης.
Το νερό αποδεικνύεται ότι είναι πετρέλαιο. Γιορτάζουν λοιπόν μ' ανάλογη ευθυμία γιατί μεταμορφώνεται σε φλόγα που μπορεί να φωτίζει τις μέχρι τότε σκοτεινές νύχτες τους.
Είναι σίγουρα φτωχοί, όχι όμως αποδιοπομπαίοι. Δεν τα βάζουν μ' αυτό που αποκαλούμε αστική κοινωνία, αλλά ζουν με τόλμη στο περιθώριό της, γιατί θέλουν ν' απλοποιήσουν τον τρόπο της ζωής τους και να επιστρέψουν στις ρίζες της ύπαρξης. Με λίγα λόγια είναι τα ιδανικά άτομα για να δεχθούν με τον πιο φυσικό τρόπο τα θαύματα... τα οποία και θεωρούν όχι μόνο σαν την πιο λογική λύση στα προβλήματά τους, αλλά και σαν την υλοποίηση εκείνων των επιθυμιών που δε συσχετίζονται με τις υλικές ανάγκες της ζωής.
Όσο για το νόημα της ταινίας, αυτό συνοψίζεται στο "θρίαμβο της καλοσύνης": οι άνθρωποι ας μάθουν ν' αγαπούν ο ένας τον άλλο. Να η μοναδική πολιτική της ταινίας μου. Είθε η λέξη "καλημέρα" να σημαίνει από δω και πέρα πραγματικά "καλή μέρα".
Έκδοση Studio (1984)
Ο Ντε Σίκα δήλωσε κάποτε πώς μοναδική του πρόθεση, φτιάχνοντας αυτή την ταινία, ήταν να αφηγηθεί ένα παραμύθι του εικοστού αιώνα. Υπάρχει μια φανερή και σκόπιμη αντίφαση στην παραπάνω διατύπωση: ο χρονικός αλλά και ο τοπικός προσδιορισμός (πού δηλώνεται στον τίτλο) αναιρούν την αχρονική και ατοπική υφή του παραδοσιακού παραμυθιού. Θα ήταν πιο σωστό να μιλάμε εδώ για αλληγορία κι όχι για παραμύθι, ή καλύτερα για μια παραμυθένια αλληγορία με ρίζες ρεαλιστικές, και πιο συγκεκριμένα νεορεαλιστικές.
Ο μύθος τοποθετείται σ' έναν τενεκεδομαχαλά του Μιλάνου, όπου εισβάλλει ένας κεφάτος θαυματοποιός που γεννήθηκε σε λάχανο και μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο. Η απέραντη καλοσύνη και η αθεράπευτη αισιοδοξία του (και οι δυο ποιότητες συμβολίζονται απ' το περιστέρι που είναι και η πηγή της μαγικής του δύναμης) του δίνουν, μυθική αδειά, τη δυνατότητα να κάνει χρήσιμα θαύματα: Τρυπάει τη γη και βγάζει νερό μπροστά σε κάθε τενεκεδόσπιτο, εκπληρώνει όλες τις πιθανές και απίθανες επιθυμίες των κατοίκων της "μαγικής πόλης" και τέλος, κάνει το πετρέλαιο να τρέχει κρουνηδόν.
Αυτή είναι η αιτία που ο ιδιοκτήτης της άγονης περιοχής ο κ. Μόμπιλ (η αναφορά στην Μόμπιλ Όιλ είναι καταφάνερη) αρχίζει να ενδιαφέρεται σφόδρα για την ιδιοκτησία του και προσπαθεί να εκδιώξει τους κατοίκους, που χάρις στο θαύμα έχουν φτάσει στο πιο απόλυτο ντελίριουμ της πιο πλήρους ευτυχίας. Τελικά το πετυχαίνει και οι φτωχοί, κυνηγημένοι σε στυλ όπερας μπούφα απ' την αστυνομία των ιδιοκτητών (εδώ το παραμύθι αναστέλλεται για μια στιγμή μόνο) καβαλούν τις σκούπες τους και αναλήπτονται εις ουρανούς.
Όπως σ' όλα τα παραμύθια, το επιμύθιο είναι απλό: Το θαύμα δεν είναι προνόμιο των ισχυρών και των πλουσίων. Ούτε η ποίηση. Ούτε η χαρά. Ούτε η ευτυχία. Οι πλούσιοι είναι καταδικασμένοι να βράζουν στο ζουμί των πετρελαίων τους, να παλουκώνουν τη γη, να μετρούν μικροβιοφόρα χαρτονομίσματα και να πεθαίνουν κτηνωδώς πριν προλάβουν να ζήσουν. Η βασιλεία και της γης και των ουρανών ανήκει στους φτωχούς.
Τι σχέση μπορούν να 'χουν τα παραπάνω με τον νεορεαλισμό π.χ. τον "Κλέφτη ποδηλάτων" ή τον "Σιούσα": Καμία φανερά δηλωμένη. Και παρά πολλές λανθάνουσες: Φτώχεια και δυστυχία, πρόβλημα στέγης, πρόβλημα ανεργίας - όλος ο γνωστός και κωδικοποιημένος προβληματισμός του νεορεαλισμού έχει συνοψιστεί απ' τον Τζαβατίνι στο σενάριό του, που έχει μια αφετηρία καθαρά ρεαλιστική. Ο μύθος και η ποίηση έρχονται να καρυκεύσουν την νεορεαλιστική πίκρα και να της δώσουν μια διάσταση αισιόδοξη και παρηγορητική.
Η τελική σκηνή της ανάληψης ωστόσο είναι ίσως μια υπέρβαση της αρχικής πρόθεσης και θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν μια μεταφυσική παρέκβαση που αναδρομικά δίνει ένα νόημα μεταφυσικό σ' ολόκληρη την ταινία. Μια τέτοια μάλλον επιπόλαιη ερμηνεία επιχειρήθηκε κατ' επανάληψη από μια μερίδα αριστερών μελετητών. Οι οποίοι όμως ξέχασαν πώς το φιλμ δηλώνει εξ' αρχής τη μυθική του υφή και πώς στο παραμύθι το επιμύθιο είναι αυτό που μετράει ιδεολογικά. Η ανάληψη είναι απλώς ένα μυθικό εύρημα για τον τονισμό της αισιοδοξίας του μηνύματος. Άλλωστε, οι ίδιοι κριτικοί ξεχνούν πώς ο ήρωας γεννήθηκε σε λάχανο και όχι σε "εργατική οικογένεια" και πως ο χώρος των λούμπεν όπου τοποθετείται η δράση δεν είναι ο χώρος της ταξικής πάλης.
ΒΑΣ. ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ
ΒΗΜΑ 3/3/78
ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΝΤΕ ΣΙΚΑ
Γεννήθηκε στη Νάπολη το 1901 και πέθανε στη Γαλλία το 1974. Σπούδασε λογιστής, αλλά τον τράβηξε η ζωή του θεάτρου όπου έγινε σύντομα μεγάλη λαϊκή βεντέτα. Στον κινηματογράφο πρωτοεμφνίζεται απ' το 1918 αλλά ουσιαστικά γίνεται δημοφιλής στη δεκαετία του '30 όπου θριαμβεύει στις αισθηματικές κωμωδίες. Το 1939 δοκιμάζει την τύχη του ως σκηνοθέτης και σε συνεργασία με τον Ζαβατίνι υπογράφει μερικές από τις πιο σημαντικές ταινίες του νεορεαλισμού, όπως είναι "Ο Κλέφτης των ποδηλάτων". Ο ντε Σίκα είναι ένας κατεξοχήν ουμανιστής σκηνοθέτης, που η ρεαλιστική ματιά του καταγράφει με μια ανείπωτη δραματική δύναμη τη μίζερη Ιταλία του μεταπολέμου. Δυστυχώς μετά το 1953 αφήνεται να παρασυρθεί από εμπορικά έργα παραγγελίας, ενώ ξαναγυρνά στην ηθοποιία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν γύρισε αξιόλογες ταινίες όπως είναι "Η ατιμασμένη" ή "Ο κήπος των Φίντζι Κοντίνι".
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Κόκκινο τριαντάφυλλο (1939), Maddalena zero in condotta (1940), Τερέζα Βενέρντι, Un garibaldino al convento (1941), Τα παιδιά μας κοιτούν (1942), Η πόρτα τ' ουρανού (1945), Σούσια (1946), Ο κλέφτης των ποδηλάτων (1948), Θαύμα στο Μιλάνο (1950), Ουμπέρτο Ντ. (1951), Τελευταίος σταθμός (1953), Το χρυσάφι της Νάπολης (1954), Η στέγη (1956), Η ατιμασμένη, Η μέρα της κρίσης (1961), σκετς στο Βοκάκιος 70, Οι καταδικασμένοι της Αλτόνα (1962), Il boom, Χθες, σήμερα, αύριο (1963), Γάμος αλά ιταλικά (1964), Ο νέος κόσμος (1965), Caccia ala volpe (ε.τ. Το ροζ λαγωνικό 1966), σκετς στις Μάγισσες, Εφτά φορές γυναίκα (1967), Οι εραστές (1968), Το ηλιοτρόπιο (1969), Ο κήπος των Φίντζι Κοντίνι, σκέτς στα Σκάνδαλα παντρεμένων (1970), Lo chiameremo Andrea (ε.τ. Μια τρελή οικογένεια 1972), Una breva vacanza (ε.τ. Το ιντερμέτζο μιας παντρεμένης 1973), Το ταξίδι (1974)